Η περίπτωσή του άρχισε να απασχολεί τη νέα διοίκηση του οργανισμού από τις αρχές του 2015 όταν και τέθηκε σε αργία, ενώ εδώ και περίπου τρεις μήνες –κατόπιν σχετικής απόφασης του οργανισμού– έχει πάψει να λαμβάνει τον μισθό του από το δημόσιο καθώς δεν παρουσιαζόταν στην υπηρεσία.
Ταυτόχρονα βρίσκεται σε εξέλιξη πειθαρχική έρευνα η οποία, εφόσον οι καταγγελίες περί αργομισθίας επιβεβαιωθούν, δεν αποκλείεται να οδηγήσει ακόμη και στην απόλυσή του. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του
Documento, ο Παν. Λάμψιας δεν έχει λάβει ποτέ άδεια από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο του
ΟΑΕΔ ώστε παράλληλα με τα καθήκοντα του δημόσιου υπαλλήλου να εργάζεται και ως ιδιώτης στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος».
Ο ίδιος, πάντως, μέχρι σήμερα δεν έχει πει κουβέντα για την ταμπακιέρα, δηλώνει, όπως πληροφορούμαστε, «πολιτικά διωκόμενος». Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που πραγματοποιήθηκε στον ΟΑΕΔ ένορκη διοικητική εξέταση ώστε να αποσαφηνιστεί τι ακριβώς συμβαίνει. Το αποτέλεσμα της ΕΔΕ βρίσκεται ήδη στα χέρια των ελεγκτικών οργάνων του υπουργείου Εργασίας, χωρίς πάντως μέχρι ώρας να είναι γνωστό αν έχει προχωρήσει οποιαδήποτε διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση, ο Παν. Λάμψιας, ο οποίος συχνά βάλλει κατά του κακού και υδροκέφαλου δημοσίου και κατηγορεί είτε μέσω προσωπικών άρθρων είτε μέσω της εφημερίδας την οποία διευθύνει την κυβέρνηση για ρουσφέτια και διορισμούς ημετέρων, θα κληθεί σύντομα να απολογηθεί για το γεγονός ότι, όπως φαίνεται, λαμβάνει εδώ και χρόνια μισθό από το δημόσιο χωρίς στην πραγματικότητα να εργάζεται σε αυτό.
Στη λίστα Λαγκάρντ
Ο Παν. Λάμψιας, του οποίου η σύζυγος εργάζεται επίσης στον ΟΑΕΔ χωρίς πάντως –απ' ό,τι πληροφορείται το Documento– να υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό σε βάρος της, δεν απασχολεί για πρώτη φορά την επικαιρότητα. Αν και για χρόνια γνωστός ως διευθυντής της εφημερίδας «Τα Νέα» του πάλαι ποτέ κραταιού Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, ο ίδιος ακούστηκε περισσότερο παρά ποτέ το φθινόπωρο του 2012 όταν το περιοδικό Hot Doc αποκάλυψε τη λίστα Λαγκάρντ. Στην περιβόητη πια λίστα, η οποία ταρακούνησε για τα καλά το πολιτικό σύστημα της χώρας και ανάγκασε τα διεθνή ΜΜΕ να ασχοληθούν τόσο με τη διαφθορά και τη διαπλοκή στην Ελλάδα όσο και με την πρωτοφανή δίωξη την εποχή εκείνη του Κώστα Βαξεβάνη, δέσποζε μεταξύ πολλών άλλων και το όνομα του δημοσιογράφου.
Ο ίδιος έκανε τότε λόγο (όπως άλλωστε πράττει και τώρα που αποκαλύφθηκε η επί σειρά ετών αργομισθία του στο δημόσιο) για συκοφαντίες και λάσπη και αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι το όνομά του μπορεί να υπάρχει στη λίστα των Ελλήνων καταθετών της τράπεζας HSBC της Γενεύης. Ο διευθυντής του «Φιλελεύθερου» εμφανίζεται, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, να είχε δηλώσει ότι ουδέποτε είχε λογαριασμό σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου πλην της Ελλάδας, ενώ ισχυριζόταν ότι ακόμη και ο λογαριασμός στο όνομά του –που υπήρχε στη λίστα που αποκάλυψε το Hot Doc– αναφερόταν ως μηδενικός. Εξάλλου σε επιστολή του προς κάποιο blog αφενός επαναλάμβανε ότι ουδέποτε είχε λογαριασμό σε τράπεζα του εξωτερικού και αφετέρου πρόσθετε ότι η ύπαρξη του ονόματός του στη λίστα ήταν προϊόν πλαστογραφίας.
Ο διευθυντής του «Φιλελεύθερου» ακολουθούσε την εποχή εκείνη τη στρατηγική πολλών που βρέθηκαν να έχουν λογαριασμούς στην Ελβετία. Γιώργος Βουλγαράκης, Γιάννος Παπαντωνίου, Γιώργος Τράγκας είναι μερικοί μόνο απ' όσους κατά τις αποκαλύψεις από το Hot Doc μιλούσαν για χαλκεία και ισχυρίζονταν είτε πως η λίστα είναι η αναξιόπιστη είτε πως δεν ήταν οι ίδιοι ή τα συγγενικά τους πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτή αλλά πιθανόν κάποιοι συνονόματοί τους. Η αλήθεια ήταν βέβαια διαφορετική.
Το όνομα του άλλοτε στελέχους του ΔΟΛ βρισκόταν στη λίστα Λαγκάρντ, της οποίας η γνησιότητα πιστοποιήθηκε στην πορεία, ενώ ο λογαριασμός του παρέμεινε ανοικτός για μερικούς μήνες. Το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος διέθετε λογαριασμό σε τράπεζα του εξωτερικού δεν είναι απαραιτήτως μεμπτό, όπως άλλωστε ισχύει για κάθε καταθέτη. Η άρνηση του Παν. Λάμψια ωστόσο να παραδεχτεί το οφθαλμοφανές δημιούργησε εξαρχής ερωτήματα.
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία που είχε υποκλέψει από την τράπεζα ο Γαλλοϊταλός υπάλληλος Ερβέ Φαλτσιανί και τα οποία το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών είχε αποστείλει στη χώρα μας για «φορολογική χρήση», ο διευθυντής του «Φιλελεύθερου» διατηρούσε λογαριασμό στη συγκεκριμένη τράπεζα από τον Δεκέμβριο του 2002 και το όνομά του ήταν ανάμεσα στα πάνω από 2.000 ονόματα που περιλαμβάνονταν στη λίστα Λαγκάρντ.